- γεφυρούμενον
- γεφῡρούμενον , γεφυρόωdam uppres part mp masc acc sgγεφῡρούμενον , γεφυρόωdam uppres part mp neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλωτεύω — Α [πλωτός] 1. πλέω 2. παθ. πλωτεύομαι 3. (για τη θάλασσα) διαπλέομαι («ποτέ μὲν γεφυρούμενον... ποτέ δὲ πλωτευόμενον») … Dictionary of Greek